ανανηπτικός

ανανηπτικός
-ή, -ό [ανανήφω]
ο κατάλληλος να επιφέρει ανάνηψη, νηφαλιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανανηπτικός — ή, ό αυτός που φέρνει ανάνηψη, πνευματική διαύγεια: Μετά την αναισθησία τού έδωσαν ανανηπτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”